τροχιοδρομικός

τροχιοδρομικός
-ή, -ό
1. που έχει σχέση με τον τροχιόδρομο (βλ. λ.): Τροχιοδρομική υπηρεσία.
2. το αρσ. ως ουσ., τροχιοδρομικός υπάλληλος της εταιρείας των τροχιοδρόμων, των τραμ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροχιοδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιόδρομο και στην κίνηση του («τροχιοδρομική γραμμή») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τροχιοδρομικός (ενν. υπάλληλος) υπάλληλος ή εργάτης οργανισμού ή εταιρείας που έχει την εκμετάλλευση τών τροχιοδρόμων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”